- ἐνδύονται
- ἐνδύωgo intopres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδύω — (AM ἐνδύω και ἐνδύνω Α και ἐνδυνῶ, έω) 1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός») 2. μέσ. ενδύομαι φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν… … Dictionary of Greek
ρασοφόρος — ο(ν) Ν 1. εκείνος που φοράει ράσο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο τής δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν… … Dictionary of Greek